Προκαλεί απορία – για να είμαστε επιεικείς στους χαρακτηρισμούς – η προσμονή που διάφοροι είχαν ότι κατά την επίσκεψή του στα Κατεχόμενα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα προχωρούσε στην αποστολή κάποιου μηνύματος για αλλαγή πλεύσης στο Κυπριακό. Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος της γείτονος, με άμεση ψηφοφορία μάλιστα, δεν θα προέβαινε ποτέ σε μία τέτοια δήλωση ειδικά στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο, για προφανείς πολιτικούς λόγους…

Επιπλέον, η αποστροφή Ερντογάν ότι δεν έχει λάβει καν την επιστολή που του έχει στείλει ο κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης θα πρέπει μάλλον να ενταχθεί στη σειρά των «χονδροκομμένων» δηλώσεων του τούρκου ηγέτη. Ίσως με τον τρόπο αυτό ο Ερντογάν να ήθελε να δείξει ότι δεν αναγνωρίζει καν την Κυπριακή Δημοκρατία. Και σίγουρα, ενόψει διαπραγματεύσεων, ο Ερντογάν «κρατά κλειστά τα χαρτιά του». Είναι η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου που προσφέρεται για θετικά μηνύματα, όχι η Κύπρος

Η απάντηση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θα έπρεπε να είναι, σε άμεση συνεννόηση με τη Λευκωσία, η πλήρης δημοσιοποίηση του επίσημου κειμένου της επιστολής ώστε να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Αντί για αυτό, η Αθήνα προτίμησε, μέσω διαρροών, να εκφράσει τη δυσφορία της στο πρόσωπο του τούρκου Προέδρου λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο Ερντογάν ίσως να μη… «σκαμπάζει» καλά αγγλικά, αλλά ο Νταβούτογλου, ο Τσαβούσογλου ή ο Σινιρλίογλου (που προφανώς… «σκαμπάζουν») θα έπρεπε να του την… «κάνουν λιανά»… Η ειρωνεία, η δήθεν πνευματώδης, μάλλον ως γύμνια θα έπρεπε να εκλαμβάνεται παρά ως ο,τιδήποτε άλλο. Ευτυχώς ακολούθησε ένα non paper με αντιπαραβολή των δηλώσεων Ερντογάν και των ελληνικών θέσεων – μάλλον όμως ήταν αργά.

Την ίδια στιγμή, πανικός επικράτησε χθες στα δώματα του Μεγάρου Μαξίμου η αποκλειστική είδηση του «Βήματος» ότι ο έλληνας Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αναμένεται να συναντηθεί με τον κ. Ερντογάν στο

περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία. Παρά τις αρχικές προσπάθειες κάποιων να διαψεύσουν την πληροφορία, η πραγματικότητα είναι ότι το τουρκικό αίτημα είχε έρθει στην Αθήνα εδώ και αρκετές ημέρες, πολύ πριν ο Ερντογάν εκτοξεύσει τους γνωστούς κεραυνούς περί Κυπριακού, Θράκης, μουφτήδων και Χάλκης… Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να θέσει ευθέως στην τουρκική την ενόχλησή της και να της ζητήσει να τις πάρει πίσω διότι προκαλούν εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα. Ίσως και να συμβεί αυτό, δεν το γνωρίζουμε. Διαφορετικά, η Αθήνα θα μπορούσε να επιδιώξει την ακύρωση της συναντήσεως ή την υποβάθμισή της σε χαμηλότερο επίπεδο.

Η ελληνική διπλωματία έχει δυστυχώς συνηθίσει σε μία «αντιδραστική» πολιτική έναντι της Τουρκίας. Δεν αποφασίζει να κινηθεί κυρίαρχα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, απαντά σε τουρκικές δράσεις… Και όταν κινείται κυρίαρχα, δεν το επικοινωνεί κατάλληλα. Το ζήτημα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, για να μείνει κανείς μόνο σε αυτό, προφανώς και δεν είναι διμερές. Δημοσίως, η Αθήνα το λέει αυτό, ουκ ολίγες φορές όμως ιδιωτικώς έχει πει κι άλλα πράγματα… Επιτρέπει έτσι στην Τουρκία «να κάνει παιχνίδι στις πλάτες της», αντί να την παραπέμψει ευθέως στους Ευρωπαίους. Το συμβάν στο τελευταίο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΕ – Τουρκίας, που παρ’ ολίγον να προκαλέσει σοβαρή παρεξήγηση Αθήνας – Λευκωσίας, εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο…

Τι θα συνέβαινε όμως αν η Ελλάδα αποφάσιζε να καταδείξει την τουρκική αδιαλλαξία, πχ στο ΝΑΤΟ, όπου η Άγκυρα φέρεται να θέλει να μετριάσει τις αναφορές στο Κοινό Ανακοινωθέν της Συνόδου στην Ουαλία στις σφαγές Χριστιανών από το IS στο Ιράκ; Γιατί δεν καταδεικνύει τον τουλάχιστον ύποπτο ρόλο της Άγκυρας στην ενίσχυση ακόμη και ακραίων ισλαμικών σουνιτικών στοιχείων; Όλα αυτά υπάρχουν ακόμη και σε μελέτες αμερικανικών think tanks, δεν είναι κρυφά…

Δυστυχώς, όλα τα προαναφερθέντα υποκρύπτουν κάτι άλλο. Λείπει μία συζήτηση στρατηγικού χαρακτήρα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από το 1999 και εντεύθεν, αυτές είχαν δομηθεί σε ένα δίπολο: διερευνητικές επαφές και διάλογος, ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας – ΕΕ. Το δεύτερο

δίπολο έχει πλέον καταρρεύσει. Όλο το οικοδόμημα χρειάζεται επαναθεμελίωση σε άλλες βάσεις και όλα τα σενάρια πρέπει να μπουν στο τραπέζι.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Τουρκία είναι δίπλα μας και θα συνεχίσει να μας θέτει προκλήσεις, από το Αιγαίο και το Κυπριακό ως την ενέργεια και τις ναυτικές της φιλοδοξίες. Θα πρέπει να ζήσουμε μαζί της, εκτός κι αν θέλουμε να πολεμήσουμε – πράγμα μάλλον απίθανο. Η επίκληση του διεθνούς δικαίου και του σεβασμού του είναι ευγενείς σκοποί, αλλά δεν λύνουν τα προβλήματα. Όπως επίσης δεν τα λύνει η εσωστρέφεια στην οποία μας έχει σπρώξει η κρίση. Το θέμα δεν είναι να μη συμπαθούμε ή να εχθρευόμαστε την Τουρκία. Είναι να υπηρετήσουμε τον σκληρό πυρήνα των συμφερόντων μας, λέγοντας πράγματα που δεν θα χαϊδεύουν αυτιά και συνοδεύοντάς τα με αποφάσεις. Εγκλωβισμένες όμως στο «παρισινό ταγκό», οι πολιτικές ηγεσίες έχουν μάτια μόνο για τη δική τους επιβίωση…