Ο αιφνίδιος θάνατος του γλύπτη Γιώργου Λάππα το 2016 σαν να συσπείρωσε την καλλιτεχνική κοινότητα με μια δραματικά αποκτημένη περίσκεψη για το πώς είναι δυνατόν ένα σπουδαίο παραγόμενο έργο να μένει σχεδόν μεσοδρομίς, ενώ ταυτόχρονα μας έκανε να θελήσουμε να γνωρίσουμε αυτόν τον μεγάλο έλληνα καλλιτέχνη ακόμη καλύτερα, σε σχέση με το παρελθόν του. Μια εξαιρετική λοιπόν αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης με τίτλο «Φιγούρες και σακίδιο με αυτιά» στην γκαλερί Citronne, χθες Σάββατο, στον Πόρο, όπως μας εξηγεί η διευθύντριά της, ιστορικός της τέχνης και ταυτόχρονα επιμελήτρια της έκθεσης του Γιώργου Λάππα, Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη: «Η φετινή θεματική της Citronne επικεντρώνεται στα «Ορια». Πρόκειται για μια ευρεία έννοια. Σηματοδοτεί τα σύνορα, τα εμπόδια, το «πεπερασμένο». Ο Γιώργος Λάππας ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος αρνείται τα «Ορια» –γεωγραφικά, χρονικά, πολιτισμικά, εθνικά. Η εικαστική του διαδρομή, όπως και ο βίος του, δεν περιλαμβάνεται «εντός ορίων»: Εχει πολλές αφετηρίες, άλλες διακριτές, άλλες απόρροια συνθέσεων ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, ανάμεσα στο μεταφυσικό πεδίο και στην αισθητή πραγματικότητα. Οι εκτεθειμένες «φιγούρες» αναπαριστούν σώματα τα οποία κινούνται, στέκουν ή επικρέμανται, χωρίς να περιορίζονται από τους νόμους της Φυσικής ή της ισορροπίας».
Υποκειμενικότερη, αλλά εξίσου αντικειμενική η μαρτυρία για τον Γιώργο Λάππα του φίλου και συναδέλφου του πολυτάλαντου Αγγελου Παπαδημητρίου: «Με τον Λάππα πρωτοσυναντηθήκαμε στις Νέες Μορφές το 1983, στην πρώτη μου έκθεση. Ηρθε και ξανάρθε, έφερε τους μαθητές της Σχολής Καλών Τεχνών όπου δίδασκε, έστειλε μαθητές κι από άλλες τάξεις. Ακόμη δεν είχα καταλάβει το μέγεθός του, και το ανθρώπινο και το καλλιτεχνικό, αλλά σιγά σιγά, με την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, είχα την ευκαιρία να τον «ανακαλύψω» και να ευεργετηθώ από τη σχέση μας σε όλα τα επίπεδα. Οταν στάθηκα στα πόδια μου ήταν πάλι αυτός που αόρατα με παρακολουθούσε και χαιρόταν και διασκέδαζε με το φοβερό χιούμορ του, καθώς δήλωνε στις σπάνιες συνεντεύξεις του (καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, φανταστείτε!), «δεν αγαπάμε τον Γκίκα, αγαπάμε τον Ακριθάκη, και βέβαια τον Αγγελο Παπαδημητρίου, κι ας μην είναι καλοσχεδιασμένα τα έργα του!». Ο Λάππας έριξε από τους πρώτους το γάντι για μια τέχνη σύγχρονη, γεμάτη ελευθερία, αλήθεια και σκέψη. Τον παρακολουθούσα και τον θαύμαζα, οι επιτυχίες του με δυνάμωναν. Εβλεπα, βέβαια, και την κόπωσή του, γιατί η διδασκαλία δεν είναι αστείο πράγμα. Πολλές φορές το είχαμε κουβεντιάσει, αλλά η αγάπη του για τα νέα παιδιά ήταν μεγαλύτερη ακόμη και από ό,τι για το ίδιο του το έργο. Αυτό, όμως, που πραγματικά τον κατέβαλε ήταν η καθημερινή σύγκρουση με την ελληνική πραγματικότητα. Δεν άντεχε αυτός ο ευγενής άνθρωπος, αυτός ο αλεξανδρινός πρίγκιπας, όλο αυτό που γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι μας. Ενα πάντως είναι σίγουρο, η απουσία του Λάππα αλλάζει το εικαστικό τοπίο δραματικά».
Δεν υπολείπεται σε αναγνώριση της βοήθειας που του πρόσφερε ο Γιώργος Λάππας, ο ζωγράφος Τάσος Μαντζαβίνος, σε συνδυασμό πάντα με κρίσεις για τη σπουδαιότητα του έργου του: «Οταν γνώρισα τον Γιώργο Λάππα, μόλις είχα τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών και αισθανόμουν να βρίσκομαι μέσα σ’ ένα κενό. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στην Γκαλερί 7 όπου έκανα την πρώτη μου έκθεση. Σε βοηθούσε όπως ένας δάσκαλος, αν και η προσωπικότητά του ήταν ακριβώς αντίθετη από εκείνη του δασκάλου. Προκειμένου να κάνει οποιοδήποτε έργο του, οργάνωνε τη σκέψη του με την απαράμιλλη μεθοδικότητα που τον χαρακτήριζε. Εκανε προπαρασκευαστικά σχέδια όπως ακριβώς ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Είναι τεράστια η επίδραση στα έργα του τού γεγονότος ότι υπήρξε κοσμογυρισμένος, κάθε άλλο παρά επιφανειακά. Εμπαινε βαθιά στον πολιτισμό και στην κουλτούρα του κάθε λαού. Είχε τέτοια ευρύτητα σε σχέση με τις γνώσεις και τα βιώματά του ώστε περισσότερο και από καλλιτέχνη θα τον χαρακτήριζες μύστη. Ακτινοβολούσε διαρκώς μια εύρωστη, υπερευαίσθητη προσωπικότητα, μ’ ένα φοβερά οξύ βλέμμα, που η ποιητική της αντίληψη για τη ζωή μάς έδωσε ένα βαθιά αποπνευματωμένο έργο. Θα το παρομοίαζα με έναν τεράστιο υπαινιγμό για το ότι όσο προχωρεί κανείς στο βάθος των πραγμάτων, προκειμένου ν’ αγγίξει μια αρχετυπική μορφή, τόσο πιο πολύ δυσκολεύεται να χρησιμοποιήσει ως καλλιτέχνης το υλικό του με τη μορφή που του έχει κληροδοτηθεί».
Τελειώνοντας, θα θέλαμε, δίπλα σε όσα στοχαστικά και ευαίσθητα ειπώθηκαν έως τώρα, να παραθέσουμε μια μαρτυρία του ίδιου του Γιώργου Λάππα που, γεννημένος στο Κάιρο το 1950 και ζώντας εκεί έως τα οκτώ του χρόνια, σε μια περίοδο έντονων αναταραχών με την άνοδο του Νάσερ στην εξουσία, γράφει αναζητώντας τις απαρχές της καλλιτεχνικής του δημιουργίας: «Μας συνέβαινε να συνοδεύουμε τους γονείς μας σε αποστολές τροφοδοσίας προς εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης. Η πιο συναρπαστική για μένα περιλάμβανε το πέρασμα δίπλα από το ποτάμι μετά την αχανή Νεκρόπολη του Καΐρου και έπειτα την ανάβαση του σκοτεινόχρωμου και γυμνού λόφου Μοκάταμ όπου λειτουργούσε το κέντρο διασκέδασης «Καζίνο». Εκεί μας άφηναν να περιμένουμε δίπλα σε θαμπό διάφραγμα, ένα παραπέτασμα πίσω από όπου ξεχύνονταν μουσικοί ήχοι και το κρυστάλλινο μουρμουρητό από εκατοντάδες κουταλομαχαιροπίρουνα. Αυτή η συγκεκριμένη διαδρομή είχε χαραχτεί στη μνήμη μου και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη σπονδυλική στήλη όλης της γεωγραφίας της δουλειάς μου. Το ποτάμι με το βαρύ νερό, η Νεκρόπολη, ο σκοτεινός λόφος και στην κορυφή του ο πύργος της γιορτής με την τροφή… Κάτω από την επήρεια της εικόνας της Νεκρόπολης πήγασε το Mappemonde». l
«Φιγούρες και σακίδιο με αυτιά»: Γκαλερί Citronne, Πόρος, έως τις 11 Ιουλίου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Μαϊου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ