Ένα κομμάτι της ειρηνόφιλης και ανθρωπιστικής αριστεράς μας δεν εγκρίνει συχνά συναισθήματα σαν και αυτά που τραγουδούσαν κάποτε οι ηρωίδες του Χαίντελ:

Ads

Qual leon che fere irato
Se sua prole altri involo
Tale anch’io di sdegno armato
Nella pugna feriro

Σαν τη λέαινα που αγριεμένη αρπάζει / κείνους που της κλέψαν τα μικρά της / έτσι κι εγώ, με δίκαιη οργή οπλισμένη / θα τσακίσω στη μάχη τον εχθρό.

‘Μα, γιατί να εκφράσει τη λαϊκή οργή η αριστερά;’ ρώτησε σοβαρά κάποιος σε πρόσφατη συνάντηση του χώρου. Μένοντας άναυδος δεν μπόρεσα να ξεφουρνίσω καμιά δέουσα απάντηση επί τόπου, ας καταθέσω λοιπόν καθυστερημένα τρεις σχετικούς λόγους, που μου φαίνονται τόσο αυτονόητοι ώστε ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα χρειάζονταν εξήγηση. Πρώτος, η οργή είναι ένα πολιτικό συναίσθημα που ήδη δονεί τον ελληνικό λαό, εκτός ίσως λίγων εξαρτημένων από το πλέγμα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, ή και κάποιων ψοφοδεών, επομένως ορθά όλες οι πολιτικές παρατάξεις το παίρνουν υπόψη τους.

Ads

Παραπάνω από εννιά στις δέκα ελληνίδες κι έλληνες είναι οργισμένοι, λεν οι δημοσκοπήσεις –σωστά και λογικά, προσθέτει κανείς. Δεύτερος, ειδικά η αριστερά διακρίνει σ’ αυτή την οργή, ή πάντως θα έπρεπε να διακρίνει, το ψυχολογικό υπόβαθρο μιας μαζικής κινητοποίησης και μιας στράτευσης που μπορούν, αν δεν χαραμιστούν, να φέρουν κοντύτερα την εξισωτική κι ελεύθερη κοινωνία που παραμένει, νομίζω, ο στόχος μας. Τρίτος, αν η αριστερά δεν δώσει έλλογη και απελευθερωτική προοπτική στην οργή, τότε θα την αξιοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς άλλες δυνάμεις, που δεν θέλουμε ούτε να τις σκεφτόμαστε. Αρκούν αυτοί;

Από την άποψη της πολιτικής αντίληψης τούτο το ερώτημα μάλλον συναγωνίζεται το παλιότερο, ‘μα, γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;’ Αξίζει ωστόσο να ρωτήσουμε, γιατί άραγε αυτό το κομάτι της αριστεράς, και σε μεγάλο βαθμό η ηγεσία της, αρνείται τόσο πεισματικά να συντονιστεί συναισθηματικά με τον αψίκορο λαό; Όταν ο πρόεδρος του ΔΝΤ δηλώνει ότι αν ήταν έλληνας συνδικαλιστής θα διαδήλωνε και ο ίδιος ενάντια στα μέτρα του, και ο συμπονετικός μας πρωθυπουργός τα καταγγέλλει ως κοινωνικά άδικα, άραγε τι πρέπει να νιώσει γι’ αυτά η αριστερά; Ειρωνική αποστασιοποίηση; Φιλοσοφική παραίτηση; Βουδιστική αταραξία;

Οι φορείς αυτής της παθιασμένα α-παθούς στάσης ίσως νομίζουν ότι οι πολιτικές τους επιλογές, αμόλυντες από ‘κατώτερα’ πάθη, εκπορεύονται από κάτι σαν τον καθαρό λόγο και μόνο σ’ αυτόν λογοδοτούν. Μάλλον όμως αναπαράγουν αυτήν που χαρακτηρίστηκε ‘φολκλορική αντίληψη περί Διαφωτισμού’ (Dan Hind, Ποιός απειλεί τον Διαφωτισμό;, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2008). Βγάζοντας από την πολιτική εξίσωση το συναίσθημα, αντιπαραθέτουν σ’ έναν επίπεδο ορθολογισμό έναν κραυγαλέο κι εμπαθή ανορθολογισμό, που στην πραγματικότητα ελάχιστους ανθρώπους αφορά. Είναι πλάνη να φανταζόμαστε ότι υπάρχει πολιτική χωρίς συναίσθημα, πόσο μάλλον μαζική πολιτική. Από τον καιρό του Διαφωτισμού τα πολιτικά πάθη επικαθόρισαν κάθε ριζοσπαστικό σχέδιο και σιγόνταραν την είσοδο των μαζών στην πολιτική, στην οποία όλα τα δημοκρατικά κινήματα στηρίχθηκαν. Σημαντικό είναι να κατανοείς πώς επηρεάζει το συναίσθημα τη δημόσια και τη δική σου αντίληψη, όχι ν’ αποστειρώσεις την πολιτική σου συμπεριφορά.

Η ίδια στάση απώθησης και απαξίωσης του συναισθήματος αποτυπώνεται στην ενστικτώδη αντιπάθεια που αισθάνονται κάποιοι για χώρους που θα μπορούσαν να γίνουν πολύτιμοι σύμμαχοι, από τους αναρχικούς ως κάποιους φιλελεύθερων τάσεων δημεγέρτες τύπου Μαξ Κάιζερ. «Καμία σχέση με την αριστερά», γράφηκε για τον τελευταίο, «ακόμη και αν μας συγκινεί επειδή βλέπουμε ένα τύπο να φωνάζει στα κανάλια ριζοσπαστικά πράγματα». Ας μη συζητήσουμε εδώ αν έχουν πράγματι ή δεν έχουν σχέση με την αριστερά απόψεις σαν του Μαξ Κάιζερ. Αν μας ενδιαφέρει η πολιτική παρέμβαση, άλλα σημαντικά ερωτήματα μας θέτει η περίπτωσή του. Για ποιούς λόγους ο συγκεκριμένος αναλυτής πιάνει τον παλμό ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού; Γιατί βλέπουν τις συνεντεύξεις του πολλαπλάσιοι πολίτες απ’ ό,τι εκείνες των εγχώριων αριστερών ηγετών και διανοούμενων; Τι ακούν απ’ αυτόν που δεν το ακούν από εμάς; Αρέσει μόνον επειδή χαϊδεύει τ’ αυτιά, ή κι επειδή λέει κάτι το ουσιαστικό, που δεν το προβάλλει με ανάλογη σαφήνεια η επίσημη αριστερά; Λόγου χάρη, να ξεσηκωθούμε και να πάψουμε να πληρώνουμε το δημόσιο χρέος;

Το αίτημα της στάσης πληρωμών, που κανείς δεν το είχε ακουστά πριν από τρεις μήνες, ήδη συνεγείρει την κοινωνία και δεν μπορεί πλέον να παραμεριστεί. Ένας στους τρεις πολίτες το υποστηρίζει, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της VPRC. Διεκδικεί μια λύση απλή, λογική και δοκιμασμένη. Ακριβώς αυτήν που φοβούνται οι εχθροί μας, οι οποίοι μάταια προσπαθούν να το σπρώξουν κάτω απ’ το χαλί. Ακόμη και ο πρόεδρος της Ντώυτσε Μπανκ κλήθηκε να το βουλώσει όταν τόλμησε ν’ αναφερθεί σε μια πολύ πιο μετριοπαθή πρόταση, όχι υποστηρίζοντάς την αλλά απλώς παρουσιάζοντάς την σαν έσχατη λύση, κι επομένως απαγορεύοντάς μας και αυτός να σκεφτούμε τη στάση πληρωμών: «Πρέπει να γίνουν τα πάντα», δήλωσε σύμφωνα με το TVXS, για να αποφευχθεί μια αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας, η οποία πρέπει να παραμείνει το ύστατο μέσον», σχολίασε επίσης ο Ακερμαν.

Η δήλωση Άκερμαν σχολιάστηκε δηκτικά από τον γερμανικό Τύπο και ιδιαίτερα από την Financial Times Deutschland. «Ο πρόεδρος της Deutsche Bank, η άποψη του οποίου θεωρείται βαρύνουσα στις αγορές, έχασε μία ευκαιρία να κλείσει το στόμα του», αναφέρει το σημερινό κύριο άρθρο της εφημερίδα. «Μερικές φορές είναι καλύτερα να μην λέγεται τίποτε», είναι ο υπότιτλος του άρθρου. «Οι πολιτικοί, οι κεντρικοί τραπεζίτες και τα υψηλόβαθμα στελέχη των αγορών προσπάθησαν επίπονα τις τελευταίες ημέρες να μην “πυροδοτήσουν τη συζήτηση” για τυχόν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Λοιπόν, ο Ακερμαν έσπασε το ταμπού», αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο.

Ευτυχώς στην Ελλάδα το ταμπού έσπασε πολύ νωρίτερα σ’ όλους τους πολιτικούς χώρους. Στην πραγματικότητα το αίτημα αυτό, εύληπτο κι ελκυστικό για κόσμο κάθε πολιτικής προέλευσης, αποτελεί το αρχιμήδειο σημείο, που πάνω του πατώντας η αριστερά θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει την απήχησή της. Αλλά πρέπει βέβαια να προβληθεί με τρόπο που να μην απωθεί –όπως ίσως απωθει, για παράδειγμα, το αίτημα που επίσης ακούστηκε, για μια ‘εργατική στάση πληρωμών’. Η στάση πληρωμών είναι εξ ορισμού εργατική, αφού σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα των πόρων που τώρα χάνονται στα τοκοχρεωλύσια προέρχονται από τη φορολόγηση εργατών και υπαλλήλων. Δεν χρειάζεται να μπει σε πακέτο ζωγραφισμένο με σφυροδρέπανα.

Σκοπός σήμερα είναι όχι να προβληθούν οι ιδεολογικές εμφάσεις μας, αλλά να χτιστεί μια συμμαχία όσο γίνεται πιο πλατειά, ατόμων και οργανώσεων από διαφορετικούς χώρους, ικανή να επιβάλει τούτο το κοινό και στοιχειώδες αίτημα. Μια επιτυχία σ’ αυτό το σημείο αφενός θα πείσει ότι η αριστερά δεν είναι απλώς δύναμη διαμαρτυρίας, και αφετέρου θα δημιουργήσει δεσμούς μ’ ένα ευρύ κίνημα που θα μπορούσε πράγματι να κάνει την αριστερά ηγεμονική. Είναι αρκετά ζωντανή για ν’ αξιοποίησει μια τόσο σπάνια ευκαιρία η αριστερά που διαθέτουμε; Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό. Το βέβαιο είναι όμως ότι, αν αποτύχει να συνδεθεί με την οργή του λαού, δεν έχει ελπίδες να κερδίσει αυτήν τη μάχη.

Δημοσιεύτηκε στο Πριν, της 23ης Μαίου 2010